βρυόζωα

βρυόζωα
Συνομοταξία (φύλο) ασπόνδυλων οργανισμών, οι οποίοι ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά και κάποτε αποτελούσαν μαζί με τα βραχιονόποδα το φύλο των μαλακιοειδών. Η ονομασία τους σημαίνει ζώα-βρύα, επειδή οι οργανισμοί αυτοί ζουν σε αποικίες στερεωμένες στον βυθό της θάλασσας ή σε βυθισμένα σώματα και μοιάζουν συχνά με βρύα ή φύκη. Τα β. κάποτε τα συνέχεαν με τα κοράλλια, γιατί όπως και εκείνα εκκρίνουν γύρω από το σώμα έναν εξωτερικό σκελετό, χιτινώδους φύσης, συχνά εμποτισμένο με ασβεστολιθικά υλικά, που κρατά συγκολλημένα τα ζώα το ένα κοντά στο άλλο. Ο σκελετός της αποικίας έχει συχνά ελασματοειδή μορφή, σαν φυτό, και είναι εφοδιασμένος με πολλές μικρές τρύπες, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε ένα κοίλωμα που καταλαμβάνεται από ένα ζώο. Κάθε άτομο έχει γύρω από το στόμα μία στεφάνη με πλοκάμους, οι οποίοι στην τάξη των γυμνολαίμων, που σχεδόν όλα είναι θαλάσσια, είναι τοποθετημένοι σε μία πλήρη κυκλική σειρά, ενώ στην τάξη των φυλακτολαίμων, που περιλαμβάνει είδη των γλυκών νερών, είναι τοποθετημένοι πάνω σε μία οστέινη έκφυση σε σχήμα πετάλου, που ονομάζεται λοφοφόρο. Τα β. αναπαράγονται με εκβλάστηση και κάθε βλάστημα παραμένει κατά κανόνα ενωμένο με την αποικία μεγαλώνοντας τις διαστάσεις της. Κάποτε όμως μπορεί ένα βλάστημα να αποκολληθεί και να στερεωθεί κάπου αλλού στον βυθό. Τα β. αναπαράγονται επίσης με αβγά, από τα οποία γεννιούνται προνύμφες που κολυμπούν ελεύθερες στο νερό και ύστερα από μια περίπλοκη μεταμόρφωση στερεώνονται κάπου στον βυθό και σχηματίζουν νέες αποικίες. Πολυάριθμα και ενδιαφέροντα είναι τα απολιθωμένα β. Στη σιλούριο περίοδο εντάσσονται μερικά είδη διαδεδομένα στη Μεγάλη Βρετανία, στη Βοημία και στη Βόρεια Αμερική. Αντίθετα, για τη λιθανθρακοφόρο περίοδο είναι τυπικά το γένος Αρχιμήδης της Αμερικής και το είδος φενεστρέλα της Θουριγκίας. Τα β. απουσιάζουν σχεδόν τελείως στο πρώτο μισό του μεσοζωικού αιώνα, αλλά εμφανίζονται πάλι στην ιουράσιο περίοδο και φτάνουν στη μεγαλύτερή τους εξέλιξη στην κρητιδική περίοδο, έως το τέλος του αιώνα. Στις επόμενες περιόδους, τριτογενή και τεταρτογενή, υπάρχουν μορφές περισσότερο όμοιες με αυτές που έχουμε σήμερα. Retopora cellulosa, είδος βρυόζωου. Τμήμα του σκελετού της αποικίας με τα κοιλώματα, που το καθένα αντιστοιχεί σε ένα μόνο ζώο. Τα βρυόζωα ονομάζονται έτσι εξαιτίας της μορφής τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • ενδόπρωκτα — τα και ενδοπρωκτίδες, οι μικρά βρυόζωα που έχουν τον πρωκτό μέσα στον κλοιό τών στοματικών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • παντόποδα — Ονομάζονται και πυκνογονίδες. Τάξη θαλάσσιων αρθροπόδων, που μοιάζουν μάλλον με αράχνες. Το σώμα τους, που έχει μήκος μερικών εκατοστών, αποτελείται από ένα κεφάλι θώρακα και βραχεία κοιλιά σε σχήμα φυματίου· τα 4 ζεύγη των θωρακικών άκρων είναι… …   Dictionary of Greek

  • περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • πυκνογονίδιο — το, Ν 1. παλαιότερος όρος για το γονίδιο που σχηματίζεται μέσα στο πυκνίδιο 2. στον πληθ. τα πυκνογονίδια (ζωολ. παλαιοντ.) ομοταξία θαλάσσιων αρθροπόδων που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, από την παράκτια ζώνη μέχρ6ι την άβυσσο, δηλαδή μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • φορωνίδια — τα, Ν ζωολ. έλασσον φύλο μικρόσωμων θαλάσσιων ασπόνδυλων, συγγενικό με τα βρυόζωα και τα βραχιονόποδα, μαζί με τα οποία συγκροτεί την ομάδα λοφοφόρα, αλλ. φορωνιδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. phoronida] …   Dictionary of Greek

  • αβυσσική πανίδα — Το σύνολο των θαλάσσιων οργανισμών που ζουν στα μεγάλα βάθη, σε περιβάλλον που δεν έχει καθόλου φως και επομένως ούτε βλάστηση. Οι προσπάθειες που επί έναν περίπου αιώνα έκαναν οι επιστήμονες για να εξερευνήσουν τις θαλάσσιες αβύσσους περίπου από …   Dictionary of Greek

  • αλκυονέλα — (alcyonella). Βρυόζωα της οικογένειας των πλουματελλιδών. Ζουν στα γλυκά νερά πάνω σε πέτρες και κορμούς δέντρων, όπου σχηματίζουν αποικίες. Τα βρυόμενα αυτά είναι πολύ γνωστά και στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • αλλοπόρα — (allopora). Γένος βρυόζωων της υπόταξης των τρεποστομάτων που έχει εκλείψει. Απολιθώματά τους βρέθηκαν σε σιλούρια και δεβόνια στρώματα στις πολιτείες Οχάιο και Μινεσότα των ΗΠΑ. Τα βρυόζωα αυτά σχημάτιζαν θαμνώδη αποικία …   Dictionary of Greek

  • βλαστογονία — Στη βιολογία, β. ονομάζεται ένας από τους τρόπους της αγενούς ή άφυλης αναπαραγωγής των οργανισμών, με σχηματισμό στον μητρικό οργανισμό εκβλαστημάτων, που όταν αποχωριστούν, σχηματίζουν ένα αυθύπαρκτο και αυτόνομο οργανισμό. Η β., που λέγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”